κακομαθής

κακομαθής
κακομαθής
bad at learning
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κακομαθής — ές (Α κακομαθής, ές) αυτός που μαθαίνει κάτι δύσκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + μαθής (< μάθος), πρβλ. φιλο μαθής, χρηστο μαθής] …   Dictionary of Greek

  • κακομαθῶς — κακομαθής bad at learning adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -μαθής — (AM μαθής) β συνθετικό λόγιας προέλευσης επιθέτων < αρχ. μαθής < μάθος < μανθάνω*, που σημαίνουν τον γνώστη, αυτόν που έχει μάθει και γνωρίζει κάτι.Παραδείγματα σύνθ. σε μαθής: αμαθής, αρτιμαθής, αυτομαθής, δυσμαθής, ευμαθής, ημιμαθής,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”